- πλαγιοτροχασμός
- ο иноходь;
με πλαγιοτροχασμο — иноходью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με πλαγιοτροχασμο — иноходью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγιοτροχασμός — ο, Ν (για άλογο) γρήγορος βηματισμός που εκτελείται σε δύο χρόνους και κατά τον οποίο το άλογο σηκώνει εναλλάξ τα σύστοιχα πόδια, δηλ. το πρόσθιο και το οπίσθιο, ενώ ταυτόχρονα πατάει τα άλλα δύο πόδια του στο έδαφος, ο πλαγιοδιποδισμός, κν.… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… … Dictionary of Greek
πλαγιοδιποδισμός — ο, Ν [πλαγιοδιποδίζω] (για άλογο) ο πλαγιοτροχασμός, κν. ραβάνι … Dictionary of Greek
ραβάνι — και ρεβάνι και ραχβάνι, το, Ν άκλ. γρήγορος βηματισμός αλόγων κατά τον οποίο το υποζύγιο σηκώνει ταυτόχρονα με το μπροστινό και το αντίστοιχο πισινό πόδι του την ίδια ακριβώς στιγμή που ακουμπά στη γη τα άλλα δύο πόδια του, αλλ. πλαγιοτροχασμός … Dictionary of Greek